μαράγγιασμα

μαράγγιασμα
και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω]
1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός
2. μτφ. γέρασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάραμα — το μαρασμός, μάρανση, εξασθένηση, μαράγγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαραίνω, κατά τα ουδέτερα σε μα] …   Dictionary of Greek

  • μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”